- αλατομιγής
- -ές1. αυτός που αναμίχθηκε με αλάτι2. που περιέχει αλάτι, ο αλατούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε από τον φυσιοδίφη Κ. Μητσόπουλο < άλας -ατος + -μιγής < εμίγην, μίγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.